Εντυπωσιακή σε έκταση αλλά και ένταση είναι η συζήτηση που έχει ξεκινήσει εδώ και αρκετό διάστημα τόσο παγκοσμίως όσο και στη χώρα μας αναφορικά με τη βιώσιμη ανάπτυξη και τις επιπτώσεις της επιχειρηματικότητας στο περιβάλλον και την κοινωνική δραστηριότητα. Γιατί τώρα όμως και γιατί τόσο ξαφνικά; Είναι κάτι που αφορά τους «μεγάλους» ή κάθε επιχείρηση ανεξαρτήτως μεγέθους; Μήπως απλά προσθέτοντας τον όρο «βιώσιμη» ή «πράσινη» δίπλα στην ανάπτυξη μπορούμε να χρωματίσουμε επιφανειακά και όχι πραγματικά την δραστηριότητά μας, ακολουθώντας την τάση; Μήπως το κόστος της βιωσιμότητας είναι υπέρμετρο για την επιχείρησή μας και εν τέλει δεν υπάρχει λόγος να εμπλακούμε σε αυτή;
Αυτά και αρκετά ακόμα ερωτήματα κατακλύζουν τις μικρομεσαίες αλλά και μεγαλύτερες εταιρίες της χώρα μας οι οποίες εξερχόμενες από μία πρωτοφανή κρίση καλούνται εκ νέου να προσαρμοστούν σε ένα καινούριο περιβάλλον, προφανώς όχι χωρίς κόστος.
Κατ΄ αρχήν χρονικά το ζήτημα της βιωσιμότητας ετέθη σε παγκόσμιο επίπεδο ήδη από το 2015, όταν οι παγκόσμιοι ηγέτες ενέκριναν ομόφωνα την Ατζέντα 2030 του ΟΗΕ για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη. Οι 17 στόχοι για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη – οι οποίοι περιλαμβάνουν από την μηδενική φτώχεια και πείνα μέχρι την καθαρή ενέργεια και το νερό, τις βιώσιμες πόλεις και κοινότητες, την αξιοπρεπή εργασία και οικονομική ανάπτυξη αλλά και την υπεύθυνη κατανάλωση και παραγωγή μεταξύ άλλων- θέτουν το μονοπάτι που οδηγεί σε ένα κόσμο δικαιότερο, πιο ειρηνικό και ευημερούντα και σε έναν υγιή πλανήτη[1].
Έχοντας ως βάση την Ατζέντα 2030 και τους ποιοτικούς και ποσοτικούς στόχους που περιλαμβάνει, κράτη και ηγέτες αποδίδονται έκτοτε σε έναν αγώνα δρόμου για την ανάληψη δράσεων που εναρμονίζονται με τους 17 στόχους. Μεταξύ των πρωτεργατών και η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία με συνεχείς δηλώσεις της επαναβεβαιώνει την ισχυρή δέσμευσή της στην Ατζέντα του 2030 για τη βιώσιμη ανάπτυξη[2]. Πέραν αυτών όμως η ΕΕ έχει θέσει και δικούς της φιλόδοξους στόχους να γίνει ή ίδια κλιματικά ουδέτερη έως το 2050, μία οικονομία με καθαρές μηδενικές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου[3]. Και στον στόχο αυτό της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας -European Green Deal– καλούνται όλοι οι τομείς της ευρωπαϊκής κοινωνίας και οικονομίας να συνεισφέρουν άμεσα.
Αυτό κατά αρχήν σημαίνει ότι τόσο κατά την τρέχουσα προγραμματική περίοδο 2021-2027 όσο και κατά τις μελλοντικές οι κοινοτικές δράσεις πλέον αποδίδουν βαρύνουσα σημασία στη βιωσιμότητα και την οικονομική ανάπτυξη με ταυτόχρονη προστασία του περιβάλλοντος. Τα κοινοτικά κονδύλια έχουν σαφή προσανατολισμό προς τον πράσινο μετασχηματισμό ενώ περιβαλλοντικά και κοινωνικά κριτήρια τίθενται ή πρόκειται να τεθούν στο σύνολο των χρηματοδοτήσεων μέσω ΕΣΠΑ και λοιπών κοινοτικών προγραμμάτων. Άρα δράσεις και επενδύσεις που τεκμηριώνουν σαφώς περιβαλλοντικά και κοινωνικά οφέλη αναμένεται να προσελκύσουν ευκολότερη και προνομιακή χρηματοδότηση από δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς, από τις τράπεζες και το παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα.
Πως όμως από αυτό το θεωρητικό πλαίσιο θα οδηγηθούμε στην καταγραφή μετρήσιμων και κυρίως συγκρίσιμων μεγεθών σε εταιρικό επίπεδο; Προφανώς τίθεται η ανάγκη για θέσπιση κανόνων και δεικτών αξιολόγησης σχετικών με τις επιπτώσεις των δραστηριοτήτων και των λειτουργιών των επιχειρήσεων στην κοινωνία και το περιβάλλον και αντιστρόφως.
Ακριβώς αυτό τον σκοπό έρχονται να επιτελέσουν τα κριτήρια ESG (Environmental –Social Governance), τα οποία αξιολογούν τις επιπτώσεις των δραστηριοτήτων και των λειτουργιών των επιχειρήσεων στην κοινωνία και το περιβάλλον. Ουσιαστικά αποτελούν παρουσίαση ποιοτικών, μη χρηματοοικονομικών δεδομένων της επιχειρηματικής δραστηριότητας, λαμβάνοντας υπόψη την ορθή διακυβέρνηση. Ταυτόχρονα αναδεικνύουν τον κίνδυνο βιωσιμότητας που συνιστά ένα γεγονός ή περίσταση στον περιβαλλοντικό ή κοινωνικό τομέα ή στον τομέα της διακυβέρνησης που, εάν επέλθει, θα μπορούσε να έχει πραγματικές ή δυνητικές σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στην αξία της επένδυσης.
Τα περιβαλλοντικά ζητήματα που εξετάζονται αφορούν την αλληλεπίδραση της επιχείρησης με το φυσικό περιβάλλον όπως ενδεικτικά ο μετριασμός των κλιματικών επιπτώσεων, η μείωση των εκπομπών αερίων ρύπων και η αποτροπή των περιβαλλοντικών κινδύνων.Τα κοινωνικά ζητήματα περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την προστασία της υγείας και της ασφάλειας του προσωπικού, τα δικαιώματα των εργαζομένων, την παρακολούθηση της αλυσίδας εφοδιασμού και το σεβασμό στα συμφέροντα των κοινοτήτων και των κοινωνικών μειονοτήτων. Αντίστοιχα τα ζητήματα ορθής διακυβέρνησης περιλαμβάνουν ενδεικτικά μέτρα αποτροπής της διαφθοράς, ορθές δομές διαχείρισης από τα διοικητικά συμβούλια και τη διοίκηση, προστασία δεδομένων.
Η ενσωμάτωση των κινδύνων βιωσιμότητας στις διαδικασίες λήψης επενδυτικών αποφάσεων αποβλέπει στο να εντοπίζονται έγκαιρα τα περιστατικά αυτών των κινδύνων και να λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα, ώστε να μετριάζεται η επίπτωση στις επενδύσεις[4].
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η σημασία θέσπισης κοινών προτύπων αξιολόγησης με σαφή καθορισμό των βιώσιμων δραστηριοτήτων είναι καταλυτική ώστε να υπάρξει μεγαλύτερη συγκρισιμότητα στα αποτελέσματα αξιολόγησης ESG των εταιριών. Υπό αυτή την οπτική γωνία η Ευρωπαϊκή Ένωση υιοθέτησε πρόταση για την Οδηγία CSRD- Corporate Sustainability Reporting Directive, που θα τεθεί σε ισχύ από το 2023 και που τροποποιεί την υπάρχουσα κοινοτική Οδηγία 2014/95/EU περί δημοσίευσης μη χρηματοοικονομικών πληροφοριών.
Αυτή την στιγμή η εν ισχύ 2014/95/EU Οδηγία προβλέπει ότι οι κανόνες της ΕΕ για αναφορά μη χρηματοοικονομικής πληροφόρησης ισχύουν για μεγάλες εταιρείες δημοσίου συμφέροντος με περισσότερους από 500 υπαλλήλους, συμπεριλαμβανομένων των εισηγμένων σε χρηματιστηριακή αγορά εταιριών, τραπεζών, ασφαλιστικών εταιριών και άλλων επιχειρήσεων που ορίζονται από τις εθνικές αρχές ως δημοσίου συμφέροντος. Για αυτές τις εταιρίες οι πληροφορίες που πρέπει να δημοσιευθούν αφορούν περιβαλλοντικά θέματα, κοινωνικές επιπτώσεις και μεταχείριση των εργαζομένων, σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καταπολέμηση της διαφθοράς και της δωροδοκίας και ύπαρξη ποικιλομορφίας στα διοικητικά συμβούλια των επιχειρήσεων (όσον αφορά την ηλικία, το φύλο, το μορφωτικό και επαγγελματικό υπόβαθρο)[5].
Ταυτόχρονα ισχύει και ο Κανονισμός (ΕΕ) 2019/2088 για τις γνωστοποιήσεις αειφορίας στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (γνωστός ως Sustainable Finance Disclosure Regulation – SFDR). Σκοπός αυτού του Κανονισμού είναι να καθορίσει εναρμονισμένους κανόνες διαφάνειας για τους συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές και τους χρηματοοικονομικούς συμβούλους όσον αφορά την ενσωμάτωση των κινδύνων βιωσιμότητας και την εξέταση των δυσμενών επιπτώσεων βιωσιμότητας, τις διαδικασίες λήψης επενδυτικών αποφάσεων και την παροχή σχετικών με τη βιωσιμότητα πληροφοριών όσον αφορά τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα[6].
Το νέο ευρωπαϊκό κανονιστικό πλαίσιο μέσω της Οδηγίας CSRD– Corporate Sustainability Reporting Directive που προαναφέρθηκε όντας πιο αυστηρό θεσπίζει πλέον Ευρωπαϊκά πρότυπα βιωσιμότητας –ESG με ορίζοντα πρώτης εφαρμογής τους τον Οκτώβριο του 2022. Επεκτείνει την υποχρεωτικότητα συμμόρφωσης και δημοσιοποίησης σε όλες τις μεγάλες επιχειρήσεις, απαιτεί τον έλεγχο των αναφερόμενων πληροφοριών από ορκωτό λογιστή, εισάγει πιο λεπτομερείς και αναλυτικές υποχρεώσεις κατά την υποβολή και δημοσιοποίηση των εκθέσεων βιωσιμότητας σύμφωνα με τα υποχρεωτικά πρότυπα αναφοράς βιωσιμότητας της ΕΕ, απαιτώντας από τις εταιρείες να αναρτούν ψηφιακά τις αναφερόμενες πληροφορίες ώστε να είναι αναγνώσιμες από όλους και με μηχανικά μέσα αναζήτησης, επιδιώκοντας τη μέγιστη δυνατή διαφάνεια[7]. Αυτό που ουσιαστικά επιδιώκεται είναι η καταπολέμηση του φαινομένου του “greenwashing” -δηλαδή της ψευδούς επίκλησης ικανοποίησης κριτηρίων βιωσιμότητας από εταιρίες και επενδύσεις- φαινόμενο που συνιστά σημαντικό κίνδυνο για τις παγκόσμιες χρηματαγορές και τους ενδιαφερόμενους επενδυτές.
Σε εθνικό επίπεδο η Ελληνική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ακολουθώντας την προαναφερθείσα κοινοτική Οδηγία και με βάση το άρθρο 8 του Κανονισμού ΤΑΧΟΝΟΜΥ απαιτεί κάθε επιχείρηση εισηγμένη ή μη στο Χρηματιστήριο Αθηνών που υπόκειται σε υποχρέωση δημοσίευσης μη χρηματοοικονομικών πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 19α ή με το άρθρο 29α της οδηγίας 2013/34/ΕΕ (όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 2014/95/EU (the ‘NonFinancial Reporting Directive’) να περιλαμβάνει στη μη χρηματοοικονομική κατάστασή της ή στην ενοποιημένη μη χρηματοοικονομική κατάσταση πληροφορίες για τον τρόπο και τον βαθμό στον οποίο οι δραστηριότητες της επιχείρησης συνδέονται με οικονομικές δραστηριότητες που χαρακτηρίζονται ως περιβαλλοντικά βιώσιμες[8].
Ο πρόσφατος εκσυγχρονισμός του θεσμικού πλαισίου για την εταιρική διακυβέρνηση, που υιοθετήθηκε μετά από εισήγηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς τον Ιούλιο του 2020 και εφαρμόστηκε για πρώτη φορά τον Ιούλιο του τρέχοντος έτους, συμβάλει προς αυτή την κατεύθυνση καθώς η εταιρική διακυβέρνηση (Governance) συνιστά τον έναν από τους τρεις πυλώνες των κριτηρίων βιωσιμότητας ESG. Σύμφωνα μάλιστα με δηλώσεις της Προέδρου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς κυρίας Λαζαράκου οι εισηγμένες επιχειρήσεις θα πρέπει να επενδύσουν στα κριτήρια ESG για να καταστούν ελκυστικές καθώς θεωρεί ότι «…τα θέματα περιβάλλοντος, κοινωνίας και εταιρικής διακυβέρνησης είναι το επόμενο μεγάλο στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί στην Ευρώπη και στον κόσμο».[9]
Αντίστοιχα το Χρηματιστήριο Αθηνών, συμμετέχοντας στην πρωτοβουλία Sustainable Stock Exchanges (SSE) των Ηνωμένων Εθνών, προχώρησε στην έκδοση του «Οδηγού δημοσιοποίησης μη χρηματοοικονομικών πληροφοριών», επιδιώκοντας να προωθήσει, να ενισχύσει και να ομογενοποιήσει τις πρακτικές δημοσιοποίησης πληροφοριών ESG που εφαρμόζουν οι ελληνικές εισηγμένες εταιρείες.
Ο Οδηγός βοηθά τις εισηγμένες εταιρείες να αναπτύξουν την επίδοση τους σε θέματα ESG και να την επικοινωνούν αποτελεσματικά στους επενδυτές, ενώ έχει δομηθεί έτσι ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί και από μη εισηγμένες εταιρείες όλων των μεγεθών με δραστηριοποίηση σε όλους τους κλάδους της οικονομίας[10].
Παράλληλα το Χρηματιστήριο Αθηνών κατά το πρότυπο αρκετών ξένων αγορών δημιούργησε Δείκτη ESG ο οποίος παρακολουθεί την χρηματιστηριακή απόδοση των εισηγμένων εταιρειών του Χ.Α. που υιοθετούν και προβάλουν τις πρακτικές τους σε θέματα περιβάλλοντος, κοινωνίας και εταιρικής διακυβέρνησης (ESG). Ο Δείκτης αξιοποιεί την Μελέτη / Αξιολόγηση του “Εργαστηρίου Επενδυτικών Εφαρμογών” του Ε.Κ.ΠΑ. για το βαθμό υιοθέτησης από πλευράς εισηγμένων εταιρειών των ESG δράσεων όπως αυτές αναφέρονται στα δημοσιευμένα στοιχεία μη χρηματοοικονομικής πληροφόρησης και τυποποιούνται σύμφωνα με τον “Οδηγό Δημοσιοποίησης ESG Πληροφοριών” του Χ.Α. Περιλαμβάνει τις 60 πρώτες εταιρείες της κατάταξης που πληρούν τα κριτήρια καταλληλότητας και ταξινομούνται κατά φθίνουσα σειρά με βάση την τελική ESG βαθμολογία τους.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι αυτή την στιγμή –με εξαίρεση τις εισηγμένες στο Χρηματιστήριο εταιρίες και τις μεγάλες επιχειρήσεις με προσωπικό άνω των 500 ατόμων- δεν υφίσταται υποχρέωση συμμόρφωσης στα κριτήρια ESG για τις υπόλοιπες επιχειρήσεις, ούτε δημοσιοποίησης σχετικών αναφορών. Όμως καθώς οι καταναλωτές, οι επενδυτές αλλά και οι υπάλληλοι σταδιακά ευαισθητοποιούνται όλο και περισσότερο και αναζητούν εταιρίες εναρμονισμένες με τα κριτήρια βιωσιμότητας, η πίεση προκειμένου οι επιχειρήσεις να εντάξουν άμεσα τα θέματα αυτά στη στρατηγική τους μεγαλώνει, επηρεάζοντας τόσο τις πωλήσεις όσο και την πρόσβασή τους στη χρηματοδότηση.
Υφίσταται άρα λόγος να προχωρήσουν οι μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις της χώρας σε σύνδεση της δραστηριότητάς τους με βιώσιμες πρακτικές και σε ενδεχόμενη σύνταξη και δημοσιοποίηση απολογισμού Βιώσιμης Ανάπτυξης και Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης; Πότε θα μπορούσε αυτό να αποβεί χρήσιμο;
Η γνώμη των ειδικών μπορεί να βοηθήσει προς αυτή την κατεύθυνση. Η ενίσχυση του μετοχικού ακτιβισμού – «activism» και η αναβάθμιση του ρόλου των ιδιωτών επενδυτών στην προσπάθεια για μεγαλύτερη διαφάνεια και ευθυγράμμιση των στρατηγικών των εταιρειών με τις πολιτικές ESG είναι κάτι που αναμένεται το επόμενο διάστημα, σύμφωνα με τον Philipp Rickenbacher, Διευθύνοντα Σύμβουλο της διεθνούς ιδιωτικής τράπεζας Julius Baer[11]. Αν και η ώθηση για αλλαγή μέχρι τώρα ήταν σε μεγάλο βαθμό ευθύνη των μεγάλων θεσμικών επενδυτών, πλέον είναι στα χέρια των ιδιωτών να γίνουν βασικοί παράγοντες επιρροής ώστε οι επιχειρήσεις να ανταποκριθούν στις προκλήσεις των ESG.
Σύμφωνα με τον Διευθυντή Υγιεινής, Ασφάλειας, Περιβάλλοντος και Βιώσιμης Ανάπτυξης του ομίλου Ελληνικά Πετρέλαια κύριο Μουντούρη «..ο σχεδιασμός και η υλοποίηση μιας φιλόδοξης στρατηγικής ESG ενέχει σημαντικά πλεονεκτήματα για την κάθε εταιρία που θέλει να αυξήσει την ανθεκτικότητα της και να πρωταγωνιστήσει σε ένα συνεχώς πιο περίπλοκο, διασυνδεδεμένο και δυναμικό επιχειρηματικό περιβάλλον, όπως: η ευκολότερη προσέλκυση επενδυτών, η μεγαλύτερη υιοθέτηση καινοτομίας και αποδοτικότερης λειτουργίας, η αποτελεσματικότερη διαχείριση των κινδύνων και των ευκαιριών, η βελτίωση των σχέσεων με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη και η προσέλκυση και διατήρηση υψηλού επιπέδου ανθρώπινου δυναμικού και νέων ταλέντων»[12].
Ευκολότερη και χαμηλότερου κόστους πρόσβαση στον τραπεζικό εταιρικό δανεισμό για επιχειρήσεις που έχουν υιοθετήσει και δημοσιοποιούν την επίδοσή τους στα κριτήρια ESG αναδεικνύεται σε παγκόσμιο επίπεδο. Η Γενική Γραμματέας της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών κυρία Απαλλαγάκη στο πρόσφατο συνέδριο 1o Athens ESG Forum διαπιστώνει ότι τα ESG συνιστούν πρόκληση για όλες τις επιχειρήσεις, ιδίως για τις μικρομεσαίες, όπου εκφράζεται έντονος προβληματισμός ως προς την ικανότητα τήρησης των όρων εταιρικής διαφάνειας και κρίνει ότι οι επιχειρήσεις χρειάζεται να δουν τα κριτήρια ESG περισσότερο ως μια ευκαιρία ανάπτυξης και επανεκκίνησης της ελληνικής οικονομίας και λιγότερο ως περιοριστικό πλαίσιο[13].
Αύξηση ευκαιριών χρηματοδότησης για τις εταιρείες που εφαρμόζουν πολιτικές βιωσιμότητας διαπιστώνουν διάφοροι παράγοντες της εγχώριας αγοράς στο ίδιο συνέδριο. Είτε μέσω των Private Equity Funds που συνιστούν μια δυνητική πηγή χρηματοδότησης για την ομαλή μετάβαση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην εποχή της βιωσιμότητας, είτε μέσω κοινοτικών προγραμμάτων καθώς περίπου το 30% του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα διατεθεί στην Πράσινη Ανάπτυξη. Σύμφωνα με την κυρία Μουρλά, Αναπληρώτρια Επιτελική Διευθύντρια Σχέσεων με Εκδότριες του Ομίλου Χρηματιστηρίου Αθηνών «…η βιώσιμη ανάπτυξη συνιστά μονόδρομο για τις επιχειρήσεις και την ελληνική οικονομία γενικότερα, αφού εκεί κατευθύνονται πλέον τα ισχυρά κεφάλαια, τα τεράστια κονδύλια και το ιδιωτικό επενδυτικό ενδιαφέρον»[14].
Σε αυτά τα πλαίσια έχουν κάνει την εμφάνισή τους στις αγορές κεφαλαίου τα «πράσινα ή βιώσιμα ομόλογα» τα οποία είτε σχετίζονται με βιώσιμες επενδύσεις βάσει των ESG αρχών είτε οι αποδόσεις τους είναι συνδεδεμένες με ρήτρα αειφορίας. Ήδη στην κύρια αγορά του Χρηματιστηρίου Αθηνών διαπραγματεύονται τέτοια εταιρικά ομόλογα.
Παράλληλα μεγάλοι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί όπως η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) – που αποτελεί τον πρώτο διεθνή οργανισμό που εξέδωσε πράσινα ομόλογα- επενδύουν εντατικά σε εισηγμένες και μη εταιρείες που υλοποιούν επενδύσεις βιώσιμου χαρακτήρα. Σύμφωνα με τον κύριο Γιάννη Καλτσά, επικεφαλής της επενδυτικής ομάδας Ελλάδας/Κύπρου της ΕΤΕπ, η ΕΤΕπ συνεργάζεται για αυτόν τον σκοπό με τις ελληνικές τράπεζες με στόχο την εκπαίδευση των τελευταίων στην αξιολόγηση των ΜμΕ, κάτι που ωφελεί και τα τραπεζικά ιδρύματα και τις επιχειρήσεις.
Αντίστοιχα ο Alistair Clark, Managing Director Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητας στην Ευρωπαϊκή Τράπεζας Ανοικοδομήσεως και Ανάπτυξης (EBRD) στο πρόσφατο συνέδριο 1ο Καθημερινή Summits- ESG επεσήμανε ότι «..η EBRD υποστηρίζει κυρίως εταιρείες του ιδιωτικού τομέα, επενδύοντας σε πράσινα ομόλογα και επιδιώκοντας να επενδύσει το 50% των χρημάτων σε πράσινα έργα έως το 2050». Μάλιστα, όπως διευκρίνισε, φέτος το συγκεκριμένο ποσοστό ανέρχεται άνω του 50%. Δεν παρέλειψε δε, να προεξοφλήσει ότι «..στο μέλλον τα πράσινα έργα θα έχουν καλύτερη πρόσβαση στη χρηματοδότηση σε σχέση με τα υπόλοιπα, δείγμα της στροφής προς τη βιώσιμη οικονομία[15]».
Συμπερασματικά, η ομογενοποίηση και οριστικοποίηση του πλαισίου αξιολόγησης δράσεων και επιχειρήσεων βάσει των κριτηρίων ESG σε ευρωπαϊκό επίπεδο αναμένεται να ξεκαθαρίσει το τοπίο και να κάνει πιο κατανοητή και εύκολη την εφαρμογή τους από τις επιχειρήσεις οποιουδήποτε μεγέθους. Καθώς ιδιωτικοί χρηματοδοτικοί οργανισμοί και τράπεζες πανευρωπαϊκά θα απαιτούν ως αναπόσπαστο τμήμα της αξιολόγησης οποιασδήποτε επένδυσης την ύπαρξη αναφοράς κριτηρίων ESG προκειμένου αυτή να τύχει χρηματοδότησης, η εφαρμογή τους σύμφωνα με τον συγγραφέα αποτελεί μονόδρομο. Μπορεί τα κόστη εφαρμογής των ESG να είναι εμπροσθοβαρή για την επιχείρηση, τα δυνητικά κέρδη όμως για την ίδια, το περιβάλλον και την κοινωνία αναμένονται μακροχρόνια. Με υπευθυνότητα, ειλικρίνεια και συνέπεια οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις της χώρας μπορούν να πρωταγωνιστήσουν και σε αυτόν τον τομέα.
Αναγνώσματα και πηγές